στρουθιοφόντης

στρουθιοφόντης
ὁ, Μ
(για γεράκι) αυτός που σκοτώνει τα πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθίον + -φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ' επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο-φόντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”